- γενιά
- Το σύνολο των τριχών που φυτρώνουν στα μάγουλα και στο πιγούνι των ανδρών. Δεν είναι εξακριβωμένη η εποχή κατά την οποία ο άνθρωπος άρχισε να ξυρίζεται, αλλά τα αιγυπτιακά μνημεία των πρώτων δυναστειών που απεικονίζουν πρόσωπα τελείως ξυρισμένα μαρτυρούν ότι αυτή η συνήθεια είναι παλιά. Αν και το ξύρισμα ήταν ήδη γνωστό σε αρκετά μακρινές εποχές, πολλοί αρχαίοι λαοί, όπως για παράδειγμα οι Σημίτες της Βαβυλωνίας και της Μεσοποταμίας, συνήθιζαν να αφήνουν μακριές γενειάδες τις οποίες χτένιζαν με επιμέλεια. Οι Εβραίοι θεωρούσαν ιερόσυλη πράξη το να ξυρίζει κανείς τα μάγουλα και ήταν εκδήλωση μίσους και προσβολής η αποκοπή των γ. ενός άλλου. Η πράξη αυτή είχε ανάλογη σημασία και στους αραβικούς λαούς, οι οποίοι, σύμφωνα με μια συνήθεια που υιοθέτησαν από τους Τούρκους και την υιοθέτησαν μάλιστα και οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις, ξύριζαν τα γ. και άφηναν να μεγαλώσουν μόνο τα μουστάκια. Στους Έλληνες της αρχαϊκής περιόδου η επικρατέστερη συνήθεια ήταν να ξυρίζουν μόνο τα μουστάκια, πράγμα που επιβεβαιώνεται από τις παραστάσεις της αρχαίας αγγειογραφίας. Αργότερα οι Έλληνες άφηναν μουστάκια και γ. θεωρώντας το δείγμα ανδρισμού και δύναμης, έως τη μακεδονική περίοδο, οπότε το ξύρισμα έγινε κοινή συνήθεια και μόνο οι φιλόσοφοι και οι γέροι άφηναν γ. που θεωρούνταν σύμβολο σωφροσύνης. Οι Ρωμαίοι, αν και είχαν ανακαλύψει το ξυράφι από την πολύ παλιά εποχή, δεν ξυρίζονταν έως τον 3o αι. π.Χ. Αλλά και αργότερα διατήρησαν ορισμένες συνήθειες που ενίσχυαν τη γνώμη, αρκετά διαδεδομένη ήδη στην ειδωλολατρική περίοδο, ότι το ξύρισμα είναι σημάδι νεότητας. Μεγάλη σημασία απέδιδαν στην τελετή του πρώτου ξυρίσματος ενός νέου, την depositio barbae. Τα γ. των αντρών είχαν περιορισμένες διαστάσεις έως τα 40 τους χρόνια. Η συνήθεια του ξυρίσματος συνεχίστηκε σχεδόν χωρίς διακοπή και στους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού, ιδιαίτερα στη Δύση. Δεν υπήρχαν όμως απαράβατοι κανόνες σχετικά με το ξύρισμα και οι μοναχοί, κυρίως στην Ανατολή, έφεραν συχνά αρκετά μακριές γενειάδες.
Τα μακριά γ. επικράτησαν επίσης και στους σλαβικούς λαούς, που εισήγαγαν το ξυράφι από τη Ρώμη μεταξύ του 1ου και του 5ου αι. μ.Χ., καθώς και στους γερμανικούς λαούς, όπως μαρτυρούν οι παλιοί μύθοι του Βορρά. Τον 12o αι. περίπου η γενειάδα άρχισε σιγά-σιγά να εξαφανίζεται και στον 14o αι. δεν συνηθιζόταν σχεδόν καθόλου· στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες τον 14o αι. η γενειάδα υπήρχε σχεδόν αποκλειστικά στους γέρους και τους δικαστές. Έγινε συνήθεια ύστερα από δύο αιώνες με διάφορες μορφές: μούσι, διχαλωτή κλπ.
Τον 17ο αι. τα γ. και τα μουστάκια ήταν σε μεγάλη υπόληψη και οι άντρες, όπως αναφέρουν τα χρονικά της εποχής, τα κατσάρωναν με ζεστά σίδερα και τα άλειφαν με λάδι κέδρου και γιασεμιού. Τον 18ο αι. η μόδα της περούκας απαιτούσε να είναι ξυρισμένο το πρόσωπο και αυτό διατηρήθηκε, σχεδόν χωρίς διακοπή, έως τα μέσα του 19ου αι., οπότε έγιναν πάλι συνήθεια, αλλά μόνο σε ορισμένες κατηγορίες ανθρώπων, τα μουστάκια και τα γ. περιορισμένων διαστάσεων.
Στη σύγχρονη εποχή επιβάλλεται σχεδόν παντού το καθημερινό ξύρισμα όλου του προσώπου, πολλοί όμως διατηρούν μικρά γ., ιδίως οι νέοι.
Γενιάδα της εποχής του Μεσαίωνα, σε πίνακα Γερμανού ζωγράφου.
Χαρακτηριστικό δείγμα γενιάδας στον «Ιππόλυτο Ριμινάλντι», πορτρέτο του Τιτσιάνο.
«Ο γιατρός Ρεν», του Βαν Γκογκ, όπου απεικονίζεται ένας τύπος γενειάδας της εποχής (φωτ. Mercurio).
* * *η βλ. γενεά.
Dictionary of Greek. 2013.